- ανεφοδιάζω
- -ίασα, -ιάστηκα, -ιασμένος, εφοδιάζω ξανά: Στο δρόμο ανεφοδιάστηκαν δυο φορές με βενζίνη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ανεφοδιάζω — ανεφοδιάζω, ανεφοδίασα βλ. πίν. 35 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ανεφοδιάζω — επαναλαμβάνω τον εφοδιασμό, παρέχω εκ νέου τα απαραίτητα εφόδια … Dictionary of Greek
αναχορηγώ — χορηγώ πάλι, ανεφοδιάζω η πράξη αναχορήγηση και αναχορηγία … Dictionary of Greek
ανεφοδίαστος — η, ο αυτός που δεν εφοδιάστηκε, δεν διαθέτει εφόδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανεφοδιάζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Σπ. Τρικούπη] … Dictionary of Greek
ανεφοδιασμός — ο (κ. ανεφοδίασις) ο εκ νέου εφοδιασμός, η χορήγηση εφοδίων ώστε να μην υπάρχουν ελλείψεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανεφοδιάζω. Η λ. ανεφοδίασις μαρτυρείται από το 1896 στο Λεξικό Στρατιωτιωτικών Όρων του Αντ. Θ. Ηπίτου] … Dictionary of Greek